hand in



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hand [sth] in vtr phrasal sep (submit)παραδίδω, παραδίνω ρ μ
  (επίσημο έγγραφο)υποβάλλω ρ μ
 The students handed in their assignments to the teacher.
 Οι μαθητές παρέδωσαν τις εργασίες τους στον καθηγητή.
hand [sb] in vtr phrasal sep informal (turn in: to police)καταδίδω ρ μ
 When the teenager's parents found out he was selling drugs, they handed him in to the police.
 Όταν οι γονείς του εφήβου ανακάλυψαν ότι πουλούσε ναρκωτικά, τον κατέδωσαν στην αστυνομία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
go hand in hand v expr figurative (belong together)είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος έκφρ
  (μεταφορικά)πάω μαζί, πηγαίνω μαζί ρ αμ + επίρ
  (μεταφορικά, καθομ)πάω πακέτο έκφρ
 For many people, smoking and drinking go hand in hand.
 Για πολύ κόσμο το τσιγάρο και το ποτό πάνε πακέτο. Για πολύ κόσμο το τσιγάρο πάει πακέτο με το ποτό.
hand in glove,
also US: hand and glove
expr
figurative (in partnership)στενά επίρ
  μαζί επίρ
 The mayor and the contractor were working hand in glove to get the project approved.
 Ο δήμαρχος και ο ανάδοχος συνεργάζονταν στενά για να εγκριθεί το έργο.
hand in glove,
also US: hand and glove
adj
figurative (in partnership)συνεργάζομαι στενά ρ μ + επίρ
  έχω στενή συνεργασία περίφρ
  (μτφ, ανεπ, χυδαίο)κώλος και βρακί έκφρ
 The government and the tech giants are hand in glove when it comes to the issue of privacy infringement.
hand in glove with [sb/sth],
also US: hand and glove with [sb/sth]
adj + prep
figurative (in partnership)συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ περίφρ
  έχω στενή συνεργασία με κπ/κτ περίφρ
  (μτφ, ανεπ, χυδαίο)κώλος και βρακί με κπ/κτ έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Organized crime bosses are hand in glove with the construction industry.
hand in hand,
hand-in-hand
adv
(holding hands)χέρι-χέρι φρ ως επίρ
 The girls were best friends and could often be seen walking hand in hand.
 Τα κορίτσια ήταν καλές φίλες και συχνά τις έβλεπες να περπατούν χέρι-χέρι.
hand in hand,
hand-in-hand
adj
(holding hands) (κυριολεκτικά)χέρι-χέρι φρ ως επίθ
  πιασμένοι χέρι-χέρι φρ ως επίθ
 Hand in hand, the protesters stormed the palace.
 Χέρι-χέρι οι διαμαρτυρόμενοι εξόρμησαν στο παλάτι.
hand in hand,
hand-in-hand
adv
figurative (together) (μεταφορικά)χέρι-χέρι φρ ως επίρ
  μαζί επίρ
 Poverty and social unrest usually go hand in hand.
 Η φτώχεια και η κοινωνική αναταραχή συνήθως πηγαίνουν μαζί (or: χέρι-χέρι).
hand in hand,
hand-in-hand
adv
figurative (in close collaboration)σε στενή συνεργασία περίφρ
 The two employees worked hand in hand to see the project through to the end.
 Οι δύο υπάλληλοι είχαν στενή συνεργασία για να φτάσουν την εργασία μέχρι το τέλος.
have a hand in [sth] v expr informal (be involved)συμμετέχω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά, καθομ)βάζω το χέρι μου σε κτ, βάζω το χεράκι μου σε κτ έκφρ
 Wilson scored one goal and had a hand in two others.
have a hand in doing [sth] v expr informal (be involved)συμμετέχω στο να γίνει κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά, καθομ)βάζω το χέρι μου για να γίνει κτ, βάζω το χεράκι μου για να γίνει κτ έκφρ
 Gwyneth had a hand in persuading Celia to change her mind.
iron fist in a velvet glove,
iron hand in a velvet glove
n
figurative ([sb] harsher than they seem) (μεταφορικά)λύκος με προβιά προβάτου έκφρ
keep your hand in,
keep your eye in
v expr
UK, informal (continue to practice)συνεχίζω την εξάσκηση έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hand in' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hand in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hand in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!